- άχτιστος
- yapılmamış, kurulmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
άκτιστος — και άχτιστος, η, ο (AM ἄκτιστος, ον) νεοελλ. (για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί αρχ. αδημιούργητος μσν. «ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση θεωρείται ως… … Dictionary of Greek
αδώμητος — ἀδώμητος, ον (Μ) [δωμάω] άχτιστος … Dictionary of Greek
αλάνα — η [αλάνι] 1. ανοιχτός αφύτευτος και άχτιστος χώρος μέσα σε οικισμό, πλατεία 2. πολύ ευρύχωρος ή εκτεταμένος τόπος … Dictionary of Greek
ανοικοδόμητος — η, ο (AM ἀνοικοδόμητος, ον) αυτός που δεν έχει οικοδομηθεί, άχτιστος … Dictionary of Greek
ανοικοδόμητος — η, ο αυτός που δεν ανοικοδομήθηκε, άχτιστος: Το παλιό μας σπίτι το χουμε ακόμη ανοικοδόμητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)